Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα τόπο μακρινό,σε ένα όμορφο σπιτάκι στην άκρη του χωριού, ζούσε η τριανταφυλλένια με την μητέρα της. Το σπιτάκι της τριανταφυλλένια, ήταν στην μέση του κήπου που ήταν γεμάτος, όμορφες και μοσχοβολιστες τριανταφυλλιές. Η τριανταφυλλένια ήταν πανέμορφη,
και στα μάγουλα της άνθιζαν κατακόκκινα τριανταφυλλα.
Η μάνα της την τάιζε ροδοπέταλα με μέλι, και ήλιος δεν τη είχε δει. Η ομορφιά της ήταν ονομαστή στην χώρα. Όμως εκτός από την ομορφιά της, ήταν ονομαστή και για την καλοσύνη της. Πολλοί φτωχοί άνθρωποι του τόπου, πήγαιναν στο σπίτι της τριανταφυλλένια, και κανένας δεν έφευγε με αδειανά χέρια.
Το βασιλόπουλο της χώρας έμαθε για την καλοσύνη, και για την ομορφιά της, και αποφάσισε να πάει να την γνωρίσει. Δεν ήθελε όμως να καταλάβει κανένας ότι αυτός ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Έτσι ντύθηκε ζητιάνος, και ξεκίνησε για το χωριό της τριανταφυλλένιας. Μαζί με τον αγαπημένο σκύλο του έφτασαν στο σπίτι, και χτύπησε την πόρτα.Η μάνα της την τάιζε ροδοπέταλα με μέλι, και ήλιος δεν τη είχε δει. Η ομορφιά της ήταν ονομαστή στην χώρα. Όμως εκτός από την ομορφιά της, ήταν ονομαστή και για την καλοσύνη της. Πολλοί φτωχοί άνθρωποι του τόπου, πήγαιναν στο σπίτι της τριανταφυλλένια, και κανένας δεν έφευγε με αδειανά χέρια.
« ποιος είναι;» ρώτησε η τριανταφυλλένια.
« ένας φτωχός περαστικός που έχασε τον δρόμο του, και σε λίγο η νύχτα θα με βρει στο δρόμο» απάντησε το βασιλόπουλο.
Η τριανταφυλλένια άνοιξε την πόρτα, και μαζί με την μητέρα της, καλοδέχτηκαν τον ξένο.
« θα μπορούσα να μείνω, μέχρι να ξημερώσει εγώ και το σκυλί μου, κάπου σε μια άκρη;» ρώτησε το βασιλόπουλο « δεν θα σας ενοχλήσουμε καθόλου.
« μετά χαράς ξένε» είπαν μάνα και κόρη.
Έστρωσαν το τραπέζι, και η τριανταφυλλένια, έβαλε και το σκυλί φαγάκι και νερό, και έπειτα κάθησε και εκείνη στο τραπέζι. Σαν απόφαγαν έστρωσε καθαρά σεντόνια, στο κρεβάτι στο καλύτερο τους δωμάτιο,για τον ξένο, και ένα στρωσίδι, δίπλα στο κρεβάτι για το σκύλο του.Το βασιλόπουλο θαύμασε τις δυο γυναίκες, για την καλοσύνη τους. Μόλις ο ήλιος ξεπρόβαλε από την ανατολη, ο ξένος τις ευχαρίστησε, για την φιλοξενία τους, και μαζί με το σκυλί του συνέχισε τον δρόμο του. Μαγεμένος από την καλοσύνη, και την ομορφιά της τριανταφυλλενιας, είπε στον βασιλιά πατέρα του
ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Ο βασιλιάς τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον χαλάσει το χατήρι.
« εάν γιέ μου είναι τόσο καλή, και τόσο όμορφη η κοπέλα αυτή, εγώ σου δίνω την ευχή μου. Κάπου εκεί κοντά ήταν ο συμβουλάτορας, του βασιλιά και χωρίς να τον δουν, αυτός άκουσε την συζήτηση.
Η κόρη του και αυτός είχαν πάντα στο μυαλό τους, ότι θα κατάφερναν να παντρευτεί το βασιλόπουλο την κόρη του. Η κόρη του ήταν όμορφη, αλλά πολύ κακιά. Γνώριζε δε και την τέχνη της μαγείας. Σαν άκουσε τα νέα που της είπε ο πατέρας της, σκέφτηκε με τι τρόπο,θα βγάλει την τριανταφυλλένια από την μέση. Δεν χάνει καιρό ντύθηκε πραματευτής, πήρε την πραμάτεια και γραμμή για το σπίτι της τριανταφυλλενιας.
«πραματευτής! Εδώ οι καλές πραμάτειες! Άκουσε η τριανταφυλλένια και βγήκε στο παράθυρο.
« τι καλές πραμάτειες έχεις;» ρώτησε.
«να,δες εδώ, όμορφη μου!»
«Α! μα τι όμορφη πουκάμισα είναι αυτή!»
« θα σου την δώσω πολύ φθηνά» είπε
Ήταν πολύ όμορφη όλο κεντίδια η πουκάμισα, και πολύ φθηνή και η τριανταφυλλένια την αγόρασε. Σαν έμεινε μόνη, την φόρεσε για να την δει η μάνα της. Ξάφνου άρχισε να μην αισθάνεται καλά, και έπεσε λιπόθυμη. Η μητέρα της άρχισε να κλαίει, και να φωνάζει αλλά η τριανταφυλλένια ήταν σαν πεθαμένη. Η πουκάμισα που αγόρασε ήταν ποτισμένη,σε δηλητήριο που η κακιά κοπέλα έφτιαξε για να κάνει κακό στην τριανταφυλλένια.
Για καλή τους τύχη, το βασιλόπουλο πήγαινε σπίτι τους για να ζητήσει, την τριανταφυλλένια να την παντρευτεί. Βλέποντας την τριανταφυλλένια σαν πεθαμένη προσπάθησε, να την συνεφέρει αλλά δεν γινόταν όμως τίποτα. Ανεβαίνει στο άλογο του, και χάνεται σαν αστραπή.Υπήρχε ένας μάγος, που ήταν ονομαστός για την σοφια του, σε όλη την χώρα. Ήταν σοφός και καλός, και είχε πάντοτε λύσεις για όλα τα προβλήματα των ανθρώπων. Το βασιλόπουλο, του ζήτησε την βοήθεια του και εκείνος δέχτηκε να πάει κοντά στο κορίτσι. Καβάλα στο άλογο, και οι δυό πίσω στο σπίτι της τριανταφυλλενιας. Ο σοφός μάγος, ρώτησε την μητέρα της τι έγινε, και η τριανταφυλλένια έπεσε του θανατά. Η μητέρα της τριανταφυλλενιας , διηγήθηκε πως ήρθε ο πραματευτής, και πως αγόρασε την πουκάμισα, και σαν την φόρεσε έπεσε λιπόθυμη.
Ο σοφός μάγος,κατάλαβε ότι η πουκάμισα ήταν το πρόβλημα, και ζήτησε από την μητέρα της, να την βγάλει. Πράγματι η μητέρα της, την έβγαλε και η τριανταφυλλένια, πήρε μια βαθιά ανάσα, και άνοιξε τα μάτια της. Το βασιλόπουλο χαρούμενο που σώθηκε η τριανταφυλλένια, ζήτησε να την παντρευτεί.
«θέλεις να με παντρευτείς τριανταφυλλένια;»
« με χαρά μου» είπε εκείνη.»
Ο γάμος τους έγινε στο παλάτι, και οι χαρές κράτησαν μια βδομάδα. Η τριανταφυλλένια πηρε στο παλάτι και την μητέρα της, και όλοι μαζί έζησαν ευτυχισμένοι, για πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου